- ευφραδίη
- εὐφραδίη, ἡ (Α)ιων. και επικ. τ., βλ. ευφράδεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐφραδίῃ — εὐφραδίη fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραδίης — εὐφραδίη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραδίᾳ — εὐφραδίαι , εὐφραδίη fem nom/voc pl εὐφραδίᾱͅ , εὐφραδίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφράδεια — η (Α εὐφράδεια, ιων. και επικ. τ. εὐφραδίη) [ευφραδής] ευγλωττία, ευχέρεια λόγου νεοελλ. καλλιέπεια, γλαφυρότητα αρχ. η ορθή χρήση τής γλώσσας («τῶν μέγα δυνηθέντων ἐν εὐφραδείᾳ καὶ ἑλληνισμῷ παλαιῶν», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek